- απολυμαντής
- οαυτός που κάνει απολύμανση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απολυμαντής — ο αυτός που απολυμαίνει: Ήταν απολυμαντής στο δημόσιο απολυμαντήριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)